περιληπτός

περιληπτός
-ή, -όν, Α [περιλαμβάνω]
1. αυτός που είναι δυνατόν να κατανοηθεί, καταληπτός («τὸ μὲν δὴ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν», Πλάτ,)
2. (με δοτ.) αυτός που περιλαμβάνεται, που περιέχεται κάπου («παραισθήσει... περιληπτήν αἴσθησιν», Φιλόδ.).
επίρρ...
περιληπτῶς Α
με περιληπτό, κατανοητό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιληπτός — embraced masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτά — περιληπτός embraced neut nom/voc/acc pl περιληπτά̱ , περιληπτός embraced fem nom/voc/acc dual περιληπτά̱ , περιληπτός embraced fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτῶν — περιληπτός embraced fem gen pl περιληπτός embraced masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτόν — περιληπτός embraced masc acc sg περιληπτός embraced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπταῖς — περιληπτός embraced fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπταί — περιληπτός embraced fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτοῖς — περιληπτός embraced masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτοί — περιληπτός embraced masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτοῦ — περιληπτός embraced masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτή — περιληπτός embraced fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”