- περιληπτός
- -ή, -όν, Α [περιλαμβάνω]1. αυτός που είναι δυνατόν να κατανοηθεί, καταληπτός («τὸ μὲν δὴ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν», Πλάτ,)2. (με δοτ.) αυτός που περιλαμβάνεται, που περιέχεται κάπου («παραισθήσει... περιληπτήν αἴσθησιν», Φιλόδ.).επίρρ...περιληπτῶς Αμε περιληπτό, κατανοητό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.